ἀδικ[οπρα]γία, -ας, ἡ


modo de actuar injusto, injusticia ἕ]νεκε[ν ἐκείνω]ν τῆς ἀδικ[οπρα]γίας ἂν εἴργε[σθαι τοὺς] ἀνθρώπους Phld.Piet.p.112S.